- πεζούρα
- η разг см. πεζικό[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεζούρα — η, ΝΜ ο πεζικός στρατός, το πεζικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα, λαϊκ ούρα)] … Dictionary of Greek
πεζούρα — η 1. πεζικός στρατός. 2. πεζοπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
φανταρία — η (λ. ιταλ.) 1. ομάδα φαντάρων, πολλοί φαντάροι μαζί: Το ζαχαροπλαστείο γεμίζει από φανταρία. 2. το σύνολο των φαντάρων, το σύνολο του πεζικού, το πεζικό, η πεζούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)